- στλεγγιδολήκυθος
- και στελγιδολήκυθος, ὁ, Αο δούλος που κρατούσε στο λουτρό τη στλεγγίδα και τη λήκυθο τού κυρίου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς -ίδος + λήκυθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στλεγγιδολήκυθος — the slave who carried his master s masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
στελγιδολήκυθος — ὁ, Α βλ. στλεγγιδολήκυθος … Dictionary of Greek